Dictionary of Greek. 2013.
ορκιοτομώ — ὁρκιοτομῶ, ιων. τ. ὁρκιητομῶ, δωρ. τ. ὁρκιατομῶ, έω (Α) [ορκιοτόμος] θυσιάζω με μεγαλοπρέπεια … Dictionary of Greek